ευριπίδειος

ευριπίδειος
-α, -ο (ΑΜ εὐριπίδειος, -εία, -ον) [Ευριπίδης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ευριπίδη και στο έργο του
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ Εὐριπίδειον
α) ρητό τού Ευριπίδη
β) (ενν. μέτρον) ασυνάρτητος δεκατετρασύλλαβος στίχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐριπίδειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐριπίδειος — Εὐρῑπίδειος , Εὐριπίδειος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπιδείων — εὐριπίδειος of fem gen pl εὐριπίδειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπίδειον — εὐριπίδειος of masc acc sg εὐριπίδειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπιδείοις — εὐριπίδειος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπιδείου — εὐριπίδειος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπιδείῳ — εὐριπίδειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπίδεια — εὐριπίδειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐριπιδεία — Εὐρῑπιδείᾱ , Εὐριπίδειος of fem nom/voc/acc dual Εὐρῑπιδείᾱ , Εὐριπίδειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπιδεία — εὐριπιδείᾱ , εὐριπίδειος of fem nom/voc/acc dual εὐριπιδείᾱ , εὐριπίδειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”